ηθογραφία

ηθογραφία
Λογοτεχνικός όρος. Σημαίνει την απεικόνιση και περιγραφή σε πεζό ή έμμετρο λόγο του τρόπου ζωής ενός λαού και ιδιαίτερα των ηθών και των εθίμων του. Στα νεοελληνικά γράμματα συστηματικότερη ηθογράφηση του λαού εμφανίζει η λογοτεχνία των δύο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αι.
* * *
η [ηθογράφος]
1. η περιγραφή τών ηθών και εθίμων ενός λαού ή ενός τόπου
2. (για τις καλές τέχνες) η πιστή και λεπτομερής περιγραφή ηθών, εθίμων και χαρακτήρων ατόμων ή η απεικόνιση και αναπαράσταση σκηνών τής καθημερινής ζωής ενός ατόμου ή λαού ή μιας κοινωνίας σε ορισμένο τόπο και εποχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηθογραφία — η 1. πεζογραφικό είδος που περιγράφει τις συνήθειες και όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός τόπου: Στην Ελλάδα η στροφή προς την ηθογραφία σημειώθηκε γύρω στα 1880. 2. περιγραφή των αρετών και των ελαττωμάτων ενός ατόμου και γενικά του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θεοτόκης, Κωνσταντίνος — (Κέρκυρα 1872 – 1923). Συγγραφέας. Πολυταξιδεμένος, πολυμαθής (σπούδασε φιλολογία, φυσικές επιστήμες, μαθηματικά, φιλοσοφία), γλωσσομαθέστατος (μετέφρασε Πλάτωνα, Αριστοφάνη, ινδική φιλολογία, Βιργίλιο, Λουκρήτιο, Σαίξπηρ, Γκέτε), οργάνωσε το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ηθογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ηθογραφία, που περιέχει ηθογραφικά στοιχεία, που αποτελεί ηθογραφία («ηθογραφικό διήγημα», «ηθογραφική μελέτη» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Κ. Δ. Σούτζο] …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ξενόπουλος, Γρηγόριος — (Κωνσταντινούπολη 1867 – Αθήνα 1951). Έλληνας πεζογράφος, θεατρικός, συγγραφέας, κριτικός και δημοσιογράφος. Μεγάλωσε στη Ζάκυνθο, από την οποία καταγόταν ο έμπορος πατέρας του, και παρακολούθησε μαθήματα φυσικομαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών …   Dictionary of Greek

  • Die Mörderin — (griech. Ἡ φόνισσα i fónissa) ist eine neugriechische Erzählung, die 1903 als Fortsetzungsgeschichte erstmals erschien. Sie gilt als Höhepunkt im Schaffen des Schriftstellers Alexandros Papadiamantis und als eines der wichtigsten Prosawerke… …   Deutsch Wikipedia

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ηθογράφος — ο (AM ἠθογράφος) ο συγγραφέας που ασχολείται με την ηθογραφία, που απεικονίζει, που περιγράφει με παραστατικότητα στα έργα του τα ήθη, τους χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων αρχ. αυτός που απεικονίζει με τη ζωγραφική το ήθος, τον χαρακτήρα, την… …   Dictionary of Greek

  • ηθογραφώ — (AM ἠθογραφῶ, έω) [ηθογράφος] ασχολούμαι με την ηθογραφία, περιγράφω, απεικονίζω με τον γραπτό λόγο ήθη, χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων αρχ. απεικονίζω σε ζωγραφικό πίνακα το ήθος, τον χαρακτήρα ή την έκφραση κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”